Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προέψω — Α 1. μαγειρεύω προηγουμένως 2. βράζω νερό εκ των προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔψω «βράζω, ψήνω»] … Dictionary of Greek
προέψημα — τὸ, Α [προέψω] νόστιμο φαγητό … Dictionary of Greek
προέψησις — ήσεως, ἡ, Α [προέψω] προηγούμενο βράσιμο ή μαγείρεμα … Dictionary of Greek